- κυνόδοντα
- κυνόδουςcanine toothmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
δεντάλιο — (dentalium).Μαλάκιο της ομοταξίας των σκαφοπόδων, της οικογένειας των δενταλιιδών. Το δ. είναι ο τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας. Ζει σε όλες τις θάλασσες, από τις ακτές έως τα πολύ βαθιά νερά. Έρπει αργά στον βυθό και κρύβεται μέσα στην άμμο… … Dictionary of Greek
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
σιβαπίθηκος — (sivapithecus). Γένος απολιθωμένων ανθρωπόμορφων πιθήκων της τάξης των πιθηκιδών ή πιθηκανθρώπων ή, σύμφωνα με άλλους, της τάξης των δρυοπιθήκων ή των πα λαιοπιθήκων. Περιλαμβάνει διάφορα είδη, τα απολιθώματα των οποίων βρέθηκαν στην Ινδία… … Dictionary of Greek
γομφίοι — Δόντια που ονομάστηκαν έτσι εξαιτίας της ομοιότητας τους με τον γόμφο (χοντρό καρφί). Συνολικά, οι γ. είναι είκοσι. Από αυτούς οι δύο πρώτοι, που βρίσκονται μετά τον κυνόδοντα, λέγονται προγόμφιοιπρομυλίτες (οκτώ συνολικά σε κάθε σαγόνι).… … Dictionary of Greek
Ιάβα — (διεθν. Java Jawa). Νησί (127.569 τ. χλμ., 121.352.608 κάτ. το 2000) της Ινδονησίας, στο νότιο τμήμα του ινδονησιακού τόξου. Βρέχεται στα Β από τη θάλασσα της Ι. και στα Ν από τον Ινδικό ωκεανό, ενώ εκτείνεται σε μήκος που υπερβαίνει τα 1.000 χλμ … Dictionary of Greek
Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και Παλαιοντολογικό Μουσείο Μυτιληνιών Σάμου — Το μουσείο λειτουργεί από το 1994 σε ένα νεόδμητο κτίριο που χτίστηκε με τη δωρεά του ιδρύματος Κωνσταντίνου και Μαρίας Ζημάλη για να στεγάσει κυρίως τη μεγάλη συλλογή των παλαιοντολογικών ευρημάτων της Σάμου. Η απολιθωμένη πανίδα του νησιού, η… … Dictionary of Greek
σαρκοφάγα — Τάξη αρπακτικών θηλαστικών που κυρίως τρέφονται με κρέας. Τα σ., που είναι διαδομένα σε όλη την υδρόγειο, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αν και διαφέρουν κατά τις διαστάσεις και τις μορφές, έχουν κοινά μερικά κύρια χαρακτηριστικά. Η … Dictionary of Greek
υαινικτίδα — (hyaenictis). Γένος δακτυλοβάμονων σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας των Υαινιδών. Έζησαν κατά την κάτω διάπλαση της πλειόκαινης περιόδου στο Πικέρμι της Αττικής, στη Βεσσαραβία και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης. Τα ζώα του γένους αυτού είχαν … Dictionary of Greek